Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
View word page
πομπαῖος
escorting, conveying

ShortDef

escorting, conveying

Debugging

Headword:
πομπαῖος
Headword (normalized):
πομπαῖος
Headword (normalized/stripped):
πομπαιος
IDX:
72158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72159
Key:

Data

{'content': 'escorting, conveying'}