Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
View word page
πολυωφελής
very useful, useful in many ways

ShortDef

very useful, useful in many ways

Debugging

Headword:
πολυωφελής
Headword (normalized):
πολυωφελής
Headword (normalized/stripped):
πολυωφελης
IDX:
72153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72154
Key:

Data

{'content': 'very useful, useful in many ways'}