Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
View word page
πολυώροφος
of many roofs

ShortDef

of many roofs

Debugging

Headword:
πολυώροφος
Headword (normalized):
πολυώροφος
Headword (normalized/stripped):
πολυωροφος
IDX:
72151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72152
Key:

Data

{'content': 'of many roofs'}