Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
View word page
πολύωρος
many years old

ShortDef

many years old

Debugging

Headword:
πολύωρος
Headword (normalized):
πολύωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυωρος
IDX:
72150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72151
Key:

Data

{'content': 'many years old'}