Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
View word page
ἀνεξίκμαστος
not dried up

ShortDef

not dried up

Debugging

Headword:
ἀνεξίκμαστος
Headword (normalized):
ἀνεξίκμαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξικμαστος
IDX:
7214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7215
Key:

Data

{'content': 'not dried up'}