Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
View word page
πολυωρητικός
attentive, careful

ShortDef

attentive, careful

Debugging

Headword:
πολυωρητικός
Headword (normalized):
πολυωρητικός
Headword (normalized/stripped):
πολυωρητικος
IDX:
72148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72149
Key:

Data

{'content': 'attentive, careful'}