Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
View word page
πολυωπέτις
many-eyed
ShortDef
many-eyed
Debugging
Headword:
πολυωπέτις
Headword (normalized):
πολυωπέτις
Headword (normalized/stripped):
πολυωπετις
IDX:
72144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72145
Key:
Data
{'content': 'many-eyed'}