Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
View word page
πολυώνυμος
having many names

ShortDef

having many names

Debugging

Headword:
πολυώνυμος
Headword (normalized):
πολυώνυμος
Headword (normalized/stripped):
πολυωνυμος
IDX:
72142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72143
Key:

Data

{'content': 'having many names'}