Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
View word page
πολυωνυμέω
have many names
ShortDef
have many names
Debugging
Headword:
πολυωνυμέω
Headword (normalized):
πολυωνυμέω
Headword (normalized/stripped):
πολυωνυμεω
IDX:
72140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72141
Key:
Data
{'content': 'have many names'}