Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
View word page
ἀνεξίκακος
enduring evil, forbearing, long-suffering
ShortDef
enduring evil, forbearing, long-suffering
Debugging
Headword:
ἀνεξίκακος
Headword (normalized):
ἀνεξίκακος
Headword (normalized/stripped):
ανεξικακος
IDX:
7213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7214
Key:
Data
{'content': 'enduring evil, forbearing, long-suffering'}