Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπέτις
πολυωπής
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
View word page
πολυωδυνία
great anguish

ShortDef

great anguish

Debugging

Headword:
πολυωδυνία
Headword (normalized):
πολυωδυνία
Headword (normalized/stripped):
πολυωδυνια
IDX:
72138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72139
Key:

Data

{'content': 'great anguish'}