Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
View word page
πολύχωστος
high-heaped

ShortDef

high-heaped

Debugging

Headword:
πολύχωστος
Headword (normalized):
πολύχωστος
Headword (normalized/stripped):
πολυχωστος
IDX:
72130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72131
Key:

Data

{'content': 'high-heaped'}