Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
View word page
πολύχωρος
spacious, extensive

ShortDef

spacious, extensive

Debugging

Headword:
πολύχωρος
Headword (normalized):
πολύχωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυχωρος
IDX:
72129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72130
Key:

Data

{'content': 'spacious, extensive'}