Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
View word page
πολύχροος
many-coloured, variegated

ShortDef

many-coloured, variegated

Debugging

Headword:
πολύχροος
Headword (normalized):
πολύχροος
Headword (normalized/stripped):
πολυχροος
IDX:
72123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72124
Key:

Data

{'content': 'many-coloured, variegated'}