Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψεκτος
View word page
πολυχρονιότης
long duration

ShortDef

long duration

Debugging

Headword:
πολυχρονιότης
Headword (normalized):
πολυχρονιότης
Headword (normalized/stripped):
πολυχρονιοτης
IDX:
72122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72123
Key:

Data

{'content': 'long duration'}