Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
View word page
πολυχρόνιος
long-existing, of olden time, ancient
ShortDef
long-existing, of olden time, ancient
Debugging
Headword:
πολυχρόνιος
Headword (normalized):
πολυχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρονιος
IDX:
72121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72122
Key:
Data
{'content': 'long-existing, of olden time, ancient'}