Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
View word page
πολύχροια
variety of colour

ShortDef

variety of colour

Debugging

Headword:
πολύχροια
Headword (normalized):
πολύχροια
Headword (normalized/stripped):
πολυχροια
IDX:
72118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72119
Key:

Data

{'content': 'variety of colour'}