Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
πολύχυτος
View word page
πολυχρηστία
great usefulness

ShortDef

great usefulness

Debugging

Headword:
πολυχρηστία
Headword (normalized):
πολυχρηστία
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηστια
IDX:
72116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72117
Key:

Data

{'content': 'great usefulness'}