Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
πολύχυλος
View word page
πολυχρήσιμος
very useful

ShortDef

very useful

Debugging

Headword:
πολυχρήσιμος
Headword (normalized):
πολυχρήσιμος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρησιμος
IDX:
72115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72116
Key:

Data

{'content': 'very useful'}