Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχροος
πολύχρυσος
View word page
πολυχρήμων
very wealthy

ShortDef

very wealthy

Debugging

Headword:
πολυχρήμων
Headword (normalized):
πολυχρήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυχρημων
IDX:
72114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72115
Key:

Data

{'content': 'very wealthy'}