Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύχηλος
πολυχίτων
πολύχλωρος
πολύχνοος
πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
View word page
πολυχρηματέω
to abound in money

ShortDef

to abound in money

Debugging

Headword:
πολυχρηματέω
Headword (normalized):
πολυχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηματεω
IDX:
72110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72111
Key:

Data

{'content': 'to abound in money'}