Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχεύμων
πολύχηλος
πολυχίτων
πολύχλωρος
πολύχνοος
πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
View word page
πολύχορτος
with much grass

ShortDef

with much grass

Debugging

Headword:
πολύχορτος
Headword (normalized):
πολύχορτος
Headword (normalized/stripped):
πολυχορτος
IDX:
72109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72110
Key:

Data

{'content': 'with much grass'}