Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυχείμων
πολύχειρ
πολυχειρία
πολύχεσος
πολυχεύμων
πολύχηλος
πολυχίτων
πολύχλωρος
πολύχνοος
πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
View word page
πολυχοΐα
diversity, variety

ShortDef

diversity, variety

Debugging

Headword:
πολυχοΐα
Headword (normalized):
πολυχοΐα
Headword (normalized/stripped):
πολυχοια
IDX:
72105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72106
Key:

Data

{'content': 'diversity, variety'}