Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
View word page
ἄγρηθεν
from the chase
ShortDef
from the chase
Debugging
Headword:
ἄγρηθεν
Headword (normalized):
ἄγρηθεν
Headword (normalized/stripped):
αγρηθεν
IDX:
720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-721
Key:
Data
{'content': 'from the chase'}