Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχάρακτος
πολυχαρής
πολυχαρίδας
πολυχαρίεις
πολύχαρμος
πολυχείμερος
πολυχείμων
πολύχειρ
πολυχειρία
πολύχεσος
πολυχεύμων
πολύχηλος
πολυχίτων
πολύχλωρος
πολύχνοος
πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
View word page
πολυχειρία
a multitude of hands

ShortDef

a multitude of hands

Debugging

Headword:
πολυχειρία
Headword (normalized):
πολυχειρία
Headword (normalized/stripped):
πολυχειρια
IDX:
72097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72098
Key:

Data

{'content': 'a multitude of hands'}