Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυχαίτης
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχάρακτος
πολυχαρής
πολυχαρίδας
πολυχαρίεις
πολύχαρμος
πολυχείμερος
πολυχείμων
πολύχειρ
πολυχειρία
πολύχεσος
πολυχεύμων
πολύχηλος
πολυχίτων
πολύχλωρος
πολύχνοος
πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
View word page
πολύχειρ
with many hands, many handed
ShortDef
with many hands, many handed
Debugging
Headword:
πολύχειρ
Headword (normalized):
πολύχειρ
Headword (normalized/stripped):
πολυχειρ
IDX:
72096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72097
Key:
Data
{'content': 'with many hands, many handed'}