Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
View word page
ἀνεξεύρετος
not to be found out

ShortDef

not to be found out

Debugging

Headword:
ἀνεξεύρετος
Headword (normalized):
ἀνεξεύρετος
Headword (normalized/stripped):
ανεξευρετος
IDX:
7208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7209
Key:

Data

{'content': 'not to be found out'}