Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
πολύφυλος
πολύφυτος
πολυφωνέω
πολυφωνία
πολύφωνος
πολυφωτιστής
πολυχαίτης
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχάρακτος
πολυχαρής
πολυχαρίδας
πολυχαρίεις
πολύχαρμος
πολυχείμερος
πολυχείμων
πολύχειρ
πολυχειρία
View word page
πολύχαλκος
abounding in copper

ShortDef

abounding in copper

Debugging

Headword:
πολύχαλκος
Headword (normalized):
πολύχαλκος
Headword (normalized/stripped):
πολυχαλκος
IDX:
72087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72088
Key:

Data

{'content': 'abounding in copper'}