Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυφροσύνη
πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
πολύφυλος
πολύφυτος
πολυφωνέω
πολυφωνία
πολύφωνος
πολυφωτιστής
πολυχαίτης
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχάρακτος
πολυχαρής
πολυχαρίδας
πολυχαρίεις
πολύχαρμος
πολυχείμερος
πολυχείμων
πολύχειρ
View word page
πολυχαίτης
with much hair

ShortDef

with much hair

Debugging

Headword:
πολυχαίτης
Headword (normalized):
πολυχαίτης
Headword (normalized/stripped):
πολυχαιτης
IDX:
72086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72087
Key:

Data

{'content': 'with much hair'}