Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
View word page
ἀνεξέταστος
not inquired into

ShortDef

not inquired into

Debugging

Headword:
ἀνεξέταστος
Headword (normalized):
ἀνεξέταστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξεταστος
IDX:
7207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7208
Key:

Data

{'content': 'not inquired into'}