Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
πολύφυλος
πολύφυτος
πολυφωνέω
πολυφωνία
πολύφωνος
πολυφωτιστής
πολυχαίτης
πολύχαλκος
View word page
πολύφρων
much-thinking, thoughtful, ingenious, inventive
ShortDef
much-thinking, thoughtful, ingenious, inventive
Debugging
Headword:
πολύφρων
Headword (normalized):
πολύφρων
Headword (normalized/stripped):
πολυφρων
IDX:
72077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72078
Key:
Data
{'content': 'much-thinking, thoughtful, ingenious, inventive'}