Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
πολύφυλος
πολύφυτος
πολυφωνέω
πολυφωνία
πολύφωνος
πολυφωτιστής
View word page
πολυφρόντιστος
much-thinking, thoughtful

ShortDef

much-thinking, thoughtful

Debugging

Headword:
πολυφρόντιστος
Headword (normalized):
πολυφρόντιστος
Headword (normalized/stripped):
πολυφροντιστος
IDX:
72075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72076
Key:

Data

{'content': 'much-thinking, thoughtful'}