Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
πολύφυλος
πολύφυτος
πολυφωνέω
View word page
πολυφράδμων
very eloquent or wise

ShortDef

very eloquent or wise

Debugging

Headword:
πολυφράδμων
Headword (normalized):
πολυφράδμων
Headword (normalized/stripped):
πολυφραδμων
IDX:
72072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72073
Key:

Data

{'content': 'very eloquent or wise'}