Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολυφυής
πολύφυλλος
View word page
πολυφραδέω
to be very eloquent

ShortDef

to be very eloquent

Debugging

Headword:
πολυφραδέω
Headword (normalized):
πολυφραδέω
Headword (normalized/stripped):
πολυφραδεω
IDX:
72069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72070
Key:

Data

{'content': 'to be very eloquent'}