Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
View word page
ἀνεξερεύνητος
not to be searched out

ShortDef

not to be searched out

Debugging

Headword:
ἀνεξερεύνητος
Headword (normalized):
ἀνεξερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
ανεξερευνητος
IDX:
7206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7207
Key:

Data

{'content': 'not to be searched out'}