Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
View word page
πολυφόρος
bearing much

ShortDef

bearing much

Debugging

Headword:
πολυφόρος
Headword (normalized):
πολυφόρος
Headword (normalized/stripped):
πολυφορος
IDX:
72067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72068
Key:

Data

{'content': 'bearing much'}