Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
View word page
πολυφορία
productiveness
ShortDef
productiveness
Debugging
Headword:
πολυφορία
Headword (normalized):
πολυφορία
Headword (normalized/stripped):
πολυφορια
IDX:
72066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72067
Key:
Data
{'content': 'productiveness'}