Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
πολυφραδία
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολύφροντις
View word page
πολυφορέω
to be prolific, bear

ShortDef

to be prolific, bear

Debugging

Headword:
πολυφορέω
Headword (normalized):
πολυφορέω
Headword (normalized/stripped):
πολυφορεω
IDX:
72064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72065
Key:

Data

{'content': 'to be prolific, bear'}