Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύφθορος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδέω
πολυφραδής
View word page
πολύφοιτος
much-roaming
ShortDef
much-roaming
Debugging
Headword:
πολύφοιτος
Headword (normalized):
πολύφοιτος
Headword (normalized/stripped):
πολυφοιτος
IDX:
72060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72061
Key:
Data
{'content': 'much-roaming'}