Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
View word page
ἀνεξέργαστος
unfinished
ShortDef
unfinished
Debugging
Headword:
ἀνεξέργαστος
Headword (normalized):
ἀνεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξεργαστος
IDX:
7205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7206
Key:
Data
{'content': 'unfinished'}