Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολύφθορος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολυφόρος
View word page
πολύφλοιος
with much
ShortDef
with much
Debugging
Headword:
πολύφλοιος
Headword (normalized):
πολύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
πολυφλοιος
IDX:
72057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72058
Key:
Data
{'content': 'with much'}