Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυφθερής
πολύφθογγος
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολύφθορος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολύφονος
Πολυφόντης
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
View word page
πολυφλέγματος
having much phlegm

ShortDef

having much phlegm

Debugging

Headword:
πολυφλέγματος
Headword (normalized):
πολυφλέγματος
Headword (normalized/stripped):
πολυφλεγματος
IDX:
72055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72056
Key:

Data

{'content': 'having much phlegm'}