Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυφημία
πολύφημος
Πολύφημος
Πολυφήτης
πολυφθεγγής
πολυφθερής
πολύφθογγος
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολύφθορος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
View word page
πολύφθορος
utterly destroyed

ShortDef

utterly destroyed

Debugging

Headword:
πολύφθορος
Headword (normalized):
πολύφθορος
Headword (normalized/stripped):
πολυφθορος
IDX:
72050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72051
Key:

Data

{'content': 'utterly destroyed'}