Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
View word page
ἀνεξέλικτος
whose development cannot be fully exhausted
ShortDef
whose development cannot be fully exhausted
Debugging
Headword:
ἀνεξέλικτος
Headword (normalized):
ἀνεξέλικτος
Headword (normalized/stripped):
ανεξελικτος
IDX:
7204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7205
Key:
Data
{'content': 'whose development cannot be fully exhausted'}