Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
View word page
ἀνεξαρίθμητος
not to be counted

ShortDef

not to be counted

Debugging

Headword:
ἀνεξαρίθμητος
Headword (normalized):
ἀνεξαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαριθμητος
IDX:
7202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7203
Key:

Data

{'content': 'not to be counted'}