Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολυυπνία
πολύυπνος
πολυφαγέω
πολυφαγία
πολυφάγος
πολυφανής
πολύφανος
πολυφάνταστος
View word page
πολύυλος
abounding in forests

ShortDef

abounding in forests

Debugging

Headword:
πολύυλος
Headword (normalized):
πολύυλος
Headword (normalized/stripped):
πολυυλος
IDX:
72020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72021
Key:

Data

{'content': 'abounding in forests'}