Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολυυπνία
πολύυπνος
πολυφαγέω
πολυφαγία
πολυφάγος
πολυφανής
πολύφανος
View word page
πολυυλία
plethora
ShortDef
plethora
Debugging
Headword:
πολυυλία
Headword (normalized):
πολυυλία
Headword (normalized/stripped):
πολυυλια
IDX:
72019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72020
Key:
Data
{'content': 'plethora'}