Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
View word page
ἀνεξαπάτητος
infallible, not to be deceived
ShortDef
infallible, not to be deceived
Debugging
Headword:
ἀνεξαπάτητος
Headword (normalized):
ἀνεξαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαπατητος
IDX:
7201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7202
Key:
Data
{'content': 'infallible, not to be deceived'}