Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολυυπνία
πολύυπνος
πολυφαγέω
πολυφαγία
πολυφάγος
πολυφανής
View word page
πολύυδρος
abounding in water

ShortDef

abounding in water

Debugging

Headword:
πολύυδρος
Headword (normalized):
πολύυδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυυδρος
IDX:
72018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72019
Key:

Data

{'content': 'abounding in water'}