Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολυυπνία
View word page
πολύτρυτος
much-wearied
ShortDef
much-wearied
Debugging
Headword:
πολύτρυτος
Headword (normalized):
πολύτρυτος
Headword (normalized/stripped):
πολυτρυτος
IDX:
72013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72014
Key:
Data
{'content': 'much-wearied'}